μένωπο

μένωπο
το
ζωολ. γένος άπτερων μικρών παράσιτων εντόμων τής οικογένειας μενωπανίδες, τα οποία έχουν μαλακό και πεπλατυσμένο σώμα και είναι γνωστά ως ψευδόψειρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”